O πολιτικός λόγος, στην ιστορική διαδρομή του ελλαδικού εθνικού κρατιδίου, είχε πάντοτε στοιχεία πατριωτισμού: Αναφορές στην Ιστορία, στην αδιάκοπη συνέχεια του Ελληνισμού, στον πολιτισμό που αυτός γέννησε, σε άθλους συλλογικούς, σε ονόματα σοφών και ηρώων. Ηταν αυτονόητος ο πατριωτικός χαρακτήρας του πολιτικού λόγου, δεν ξεχώριζαν οι «συντηρητικοί» από τους «προοδευτικούς» ως προς αυτό το γνώρισμα.
Εξάλλου το ίδιο συνέβαινε (και συμβαίνει) σε όλα τα «πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας έθνη» – με εξαίρεση μειονότητες παγιδευμένων στον ψυχαναγκασμό του μαρξιστικού διεθνισμού. Οι κοινωνίες που υιοθέτησαν τις αρχές του Διαφωτισμού για τη συγκρότηση έθνους - κράτους, διατηρούν στον πολιτικό λόγο, αυτονόητα, εμφατικές αναφορές στην εθνική τους ιδιαιτερότητα. Δεν είναι μόνο ορθολογική προϋπόθεση λειτουργικής συνοχής της συλλογικότητας, είναι και βασική ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου η βιωματική αίσθηση λώρου καταγωγής και συνέχειας η συνείδηση ριζών.
Το αυτονόητο πατριωτικό στοιχείο του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα εξέλιπε το 1974. Το πολιτικό σύστημα βάλθηκε να αποποιηθεί οπωσδήποτε το παρελθον της χώρας, ιστορία, προγόνους, πολιτισμική ετερότητα, αν ήταν δυνατόν και τη γλώσσα των Ελλήνων. Μέθυσε με το όραμα να γίνει η Ελλάδα η Σιγκαπούρη της Μεσογείου: Κράτος - αγορά με διεθνοποιημένους όρους οργάνωσης και διαβίωσης, πειθήνιο στις οποιεσδήποτε απαιτήσεις του οποιουδήποτε αρκεί να αποφέρουν πλούτο, αφού όραμα μοναδικό, κοινωνικό και πολιτικό, ήταν η μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας όλων.